εμφιλοχωρώ

εμφιλοχωρώ
sızmak, sokulmak, araya girmek

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εμφιλοχωρώ — (AM ἐμφιλοχωρῶ, έω) 1. κατοικώ κάπου ευχάριστα, μού αρέσει να μένω ή να συχνάζω κάπου 2. (απολ.) εμφανίζομαι ή συχνάζω με ευχαρίστηση κάπου 3. διεισδύω, εισχωρώ …   Dictionary of Greek

  • ἐμφιλοχωρῶ — ἐμφιλοχωρέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐμφιλοχωρέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”